Συλλογή ανά είδος (τεχνική και υλικό)
Συντάχθηκε απο τον/την Δρ. Αθανάσιος Χρήστου
Τέμπερες
Είναι η τεχνική με την οποία είναι ζωγραφισμένες οι τέσσερις μεταβυζαντινές εικόνες της συλλογής της Πινακοθήκης. Πρόκειται για τεχνική κατά την οποία τα χρώματα σε σκόνη ανακατεύονται με νερό και ένα συνδετικό υλικό, όπως π.χ. κρόκο αυγού (αυγοτέμπερα) ή χυμό άγουρου σύκου. Η ανάμιξη αυτή επιτρέπει την καλύτερη σύνδεση με την επιφάνεια, η οποία συνήθως είναι ξύλινη με επίστρωση γύψου. Το χρώμα μπαίνει σε πολύ λεπτά στρώματα ώστε να μην συρρικνωθεί από την εξάτμιση του νερού και δημιουργήσει σκασίματα. Επίσης δεν είναι δυνατή η ανάμιξη των χρωμάτων πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, επειδή στεγνώνουν πολύ γρήγορα. Οι εικόνες του Μιχαήλ Δαμασκηνού και του Εμμανουήλ Λαμπάρδου έχουν εκτελεστεί με την τεχνική της τέμπερας, η οποία κατά τον 16ο και 17ο αιώνα επικρατεί καθολικά στη ζωγραφική των φορητών εικόνων, καθώς η ελαιογραφία δεν έχει επιβληθεί ακόμη στη νεοελληνική τέχνη.
Ελαιογραφίες
Είναι η τεχνική που αφορά κυρίως τις εικόνες και τους φορητούς πίνακες. Αν και είναι γνωστή από την Αρχαιότητα βρίσκει ευρύτατη διάδοση στον ευρωπαϊκό χώρο μετά τον 15ο αι. Πρόκειται για τη ζωγραφική που γίνεται, όταν τα χρώματα σε σκόνη ανακατευθούν με λάδι -λινέλαιο, καρυδέλαιο, μηκωνέλαιο (παπαρουνέλαιο), κ.ά.-, το οποίο παίζει συνδετικό ρόλο. Η ελαιογραφία, επειδή τα χρώματα αργούν να στεγνώσουν, επιτρέπει στον καλλιτέχνη να χρησιμοποιήσει διαδοχικά στρώματα και κυρίως να διορθώσει τη ζωγραφική του επιφάνεια φτάνοντας στα επιθυμητά γι’ αυτόν αποτελέσματα. Την τεχνική την επιβάλλει στον επτανησιακό και γενικότερα στον ελληνικό χώρο ο Παναγιώτης Δοξαράς με τα έργα του από τα τέλη του 17ου αιώνα και γρήγορα αρχίζει να τη χρησιμοποιεί, λόγω των πλεονεκτημάτων της, το σύνολο σχεδόν του καλλιτεχνικού δυναμικού της Κέρκυρας. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής της Δημοτικής Πινακοθήκης το αποτελούν ελαιογραφίες, αφού οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα εργάζονται με αυτή την τεχνική. Ο Σπυρίδων και ο Παύλος Προσαλέντης ο νεώτερος, ο Χαράλαμπος Παχής, ο Περικλής Τσιριγώτης, ο Περικλής Κόλλας, ο Γεώργιος Σαμαρτζής και πολλοί ακόμη ζωγράφοι δίνουν τα σημαντικότερα έργα τους με αυτήν την τεχνική. Το ίδιο συμβαίνει και κατά τον 20ου αιώνα, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα τελευταία πενήντα χρόνια τα ελαιοχρώματα έχουν αντικατασταθεί σε κάποιο βαθμό από τα ακρυλικά χρώματα, τα οποία έχουν παρόμοια πλεονεκτήματα στον τρόπο εργασίας του καλλιτέχνη.
Η υδατογραφία
Είναι τεχνική που είναι γνωστή από τα προχριστιανικά χρόνια, χρησιμοποιείται από σημαντικούς δημιουργούς κυρίως από τον 16ο και ακόμη περισσότερο κατά τον 19ο αι., ενώ τη χρησιμοποιούν ιδιαίτερα καλλιτέχνες ιμπρεσσιονιστικών τάσεων. Πρόκειται γι ζωγραφική που γίνεται πάνω σε χαρτί με χρώματα διαλυμένα σε νερό. Η ζωγραφική επιφάνεια κερδίζει σε διαφάνεια και μεγαλύτερη ελευθερία των περιγραμμάτων με τη διάχυση των χρωμάτων και γι’ αυτό η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται κυρίως στην τοπιογραφία. Στην υδατογραφία η ζωγραφική επιφάνεια δεν επιδέχεται διορθώσεις, γεγονός που απαιτεί την ιδιαίτερη γνώση για τη συμπεριφορά των χρωμάτων όταν στεγνώσουν. Η ενασχόληση με την υδατογραφία καλλιεργήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό και με εντυπωσιακά αποτελέσματα από τους ντόπιους ζωγράφους. Η επιβολή της στον επτανησιακό χώρο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αγγλική παρουσία, αφού φαίνεται ότι οι ζωγράφοι της Κέρκυρας έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν τα μυστικά και τις δυνατότητες που δίνει η τεχνική αυτή μέσα από την επαφή τους με την αγγλική τέχνη, που έχει μια ιδιαίτερα σημαντική παράδοση, με καλλιτέχνες όπως ο Ουίλιαμ Τέρνερ, ο Τζον Κόνσταμπλ και ο Ντέιβιντ Κοξ. Το σπουδαιότερο επακόλουθο αυτής της στροφής στην νέα τεχνική και της επιβολής της είναι η ανάπτυξη μιας θεματογραφικής περιοχής, η οποία στην ευρωπαϊκή τέχνη έχει ήδη δημιουργήσει παράδοση. Πρόκειται για την τοπιογραφία, η οποία αυτήν την περίοδο κάνει την εμφάνισή της στα Επτάνησα ως αυτόνομη θεματογραφική κατηγορία. Στις αρχές του 19ου αιώνα δίνει τις πρώτες προσπάθειες της νεοελληνικής τέχνης και αναπτύσσεται δυναμικά μετά την Ένωση. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα θα ασχοληθούν μαζί της σχεδόν όλοι οι Κερκυραίο ζωγράφοι με σημαντικότερους τον Άγγελο Γιαλλινά, τον Βικέντιο Μποκατσιάμπη και τον Σπυρίδωνα Σκαρβέλη, ενώ και τον 20ο δημιουργοί όπως ο Άγγελος Κόντης, ο Στέφανος Σγούρος και μια σειρά άλλοι χρησιμοποιούν την τεχνική με θαυμάσια αποτελέσματα
Xαρακτικά
Η χαρακτική έδωσε τη λύση για να αποκτήσει ένα έργο τέχνης το πλατύ κοινό, με την δυνατότητα που έχει να παράγει πολλά αντίτυπα της ίδιας εικόνας, τα οποία διατηρούν την πρωτοτυπία τους. Η άνθισή της συνδέθηκε κυρίως με την ανάπτυξη της τυπογραφίας και η δυνατότητα που αυτή έδωσε για το τύπωμα του αρχικού σχεδίου σε πολλά αντίτυπα. Η χαρακτική ξεκινά από την Κίνα τον 9ο μ.Χ. αιώνα, ενώ στην Ευρώπη οι πρώτες προσπάθειες γίνονται κατά την μεσαιωνική περίοδο, ολοκληρώνονται κατά τον 14ο και 15ο αι. και επιβάλλεται κυρίως κατά τα νεώτερα χρόνια. Στην Κέρκυρα η χαρακτική αναπτύσσεται από τις αρχές ήδη του 19ου αιώνα και γνωρίζει την άνθισή της από τις αρχές του 20ου αιώνα με την τριάδα των δημιουργών που καθορίζουν με το έργο τους όχι μόνο την ντόπια αλλά και τη νεοελληνική τέχνη γενικότερα. Οι βασικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται από τους κερκυραίους χαράκτες είναι δύο. Οι τεχνικές της αναγλυφοτυπίας, στην οποία συγκαταλέγεται η ξυλογραφία και αυτές της βαθυτυπίας, στην οποία περιλαμβάνονται η χαλκογραφία και η οξυγραφία. Με την ξυλογραφία έχουμε μια τεχνική που χρησιμοποιήθηκε από τον 14ο κιόλας αι. Σ’ αυτήν έχουμε κάτι ανάλογο με την γλυπτική. Αφαιρείται από την ξύλινη πλάκα το υλικό και αυτό που μένει δίνει την παράσταση. Το μελάνι μένει στο ανάγλυφο και προβάλλει στο χαρτί όταν πιεστεί πάνω του με χειροκίνητη συνήθως πρέσα. Πρόκειται για τεχνική που αξιοποιεί κυρίως τις αντιθέσεις του άσπρου με το μαύρο, ενώ συχνά έχουμε και τη χρησιμοποίηση χρωμάτων, που μας δίνουν έγχρωμες ξυλογραφίες. Σημαντικότεροι κερκυραίοι δημιουργοί που ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την ξυλογραφία και με θαυμάσια αποτελέσματα είναι κυρίως η Άρια Κομιανού και ο Γιώργος Κεφαλληνός, Η χαλκογραφία εμφανίζεται στα μέσα περίπου του 15ου αιώνα και ακολουθεί την αντίθετη μέθοδο απ’ αυτή της ξυλογραφίας. Εδώ δεν τυπώνεται το μελάνι που μένει στο ανάγλυφο αλλά αντίθετα αυτό που μένει στις χαράξεις. Μετά τη χάραξη με ειδικά εργαλεία η πλάκα μελανώνεται, στη συνέχεια σκουπίζεται, ώστε το μελάνι να μείνει μόνο στις χαράξεις και με τη πίεση σε χαρτί δίνει την παράσταση. Η οξυγραφία ακολουθεί την ίδια τεχνική με τη χαλκογραφία, αλλά σ’ αυτήν η διάβρωση γίνεται με οξέα. Στην περίπτωση αυτή η πλάκα σκεπάζεται με κάποιο υλικό που δεν επηρεάζεται από το οξύ, ρετσίνι, κερί, κ.ά., και πάνω σ’ αυτό σχεδιάζεται η παράσταση. Ύστερα εμβαπτίζεται στο οξύ και στα σημεία που έχει φύγει το προστατευτικό υλικό σχηματίζεται η παράσταση. Μετά το καθάρισμα της πλάκας από τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί, μελανώνεται και τυπώνεται σε χαρτί. Με την χαλκογραφία και την οξυγραφία ασχολήθηκαν και οι τρεις μεγάλοι της κερκυραϊκής χαρακτικής, ο Μάρκος Ζαβιτζιάνος, ο Λυκούργος Κογεβίνας και ο Νικόλαος Βεντούρας. Ο τελευταίος υπήρξε και ο πρώτος που έδωσε έγχρωμες χαλκογραφίες. Μετά τους τρεις αυτούς πρωτοπόρους πολλοί ακόμη σύγχρονοι κερκυραίοι χαράκτες παράγουν πλούσιο έργο με αυτήν την τεχνική. Να επισημάνουμε ακόμη ότι στις μέρες μας πολλοί κερκυραίοι δημιουργοί χρησιμοποιούν μικτές τεχνικές για να ολοκληρώσουν τις προθέσεις τους.