Συντάχθηκε απο τον/την Δρ. Αθανάσιος Χρήστου
Ζωγραφική
Οι καλλιτέχνες της γενιάς των αρχών του 20ου αιώνα συνεχίζουν να δίνουν σημαντικό και ουσιαστικό έργο και μετά τον πόλεμο. Παρόλο που τα μέσα είναι πενιχρά, η οικονομική κατάσταση δύσκολη, οι αγοραστές λίγοι, οι δημιουργοί της Κέρκυρας αποδεικνύουν με τις προσπάθειές τους τη γόνιμη παρουσία τους στην πορεία των εικαστικών τεχνών στο νησί. Το εξπρεσιονιστικό ιδίωμα και η χρωματικότητα του Άγγελου Κόντη, οι υπαιθριστικές τάσεις του Νίκου Ζερβού, η ενσωμάτωση στοιχείων από τα πρωτοποριακά ευρωπαϊκά ρεύματα του Τεν Φλωριά, οι αφαιρετικές τάσεις και οι θαυμάσιες προσωπογραφίες της Αγλαΐας Παπά είναι αυτές που ως ένα βαθμό επιβάλλονται μέχρι το τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα. Οι δύο πρώτοι, εκτός από το πλούσιο έργο τους, έχουν και σημαντική θητεία στην Καλλιτεχνική Σχολή της Κέρκυρας, θέση από την οποία επηρεάζουν τους νεώτερους με τη διδασκαλία τους. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικά στοιχεία στην κερκυραϊκή ζωγραφική παραμένουν στον θεματικό τομέα η τοπιογραφία και προτιμώμενη τεχνική η υδατογραφία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κατά διαστήματα δεν θεραπεύονται και άλλες περιοχές.
Η γενιά του μεσοπολέμου έχει να επιδείξει σημαντικούς δημιουργούς πολλοί εκ των οποίων ζουν και δημιουργούν ακόμη. Ο Ερνέστος Κάρτερ (1924-1992), ο Στέφανος Σγούρος (1924), ο Δημήτριος Ανθης (1925-1991), η Σαπφώ Κυριάκη-Ζησοπούλου (1928), ο Αγης Ξωμεριτάκης (1928), ο Σπύρος Καρδάκης (1931), ο Θεόφιλος Κένταρχος (1938) και ο Σπύρος Καρύδης (1938) είναι μεταξύ άλλων οι καλλιτέχνες που συνεχίζουν τη δημιουργική πορεία της κερκυραϊκής τέχνης. Χωρίς να λείπουν φωνές που επιχειρούν πιο τολμηρά ανοίγματα σε νέες τάσεις η πλειοψηφία τω καλλιτεχνών της γενιάς αυτής έλκεται ιδιαίτερα από το κερκυραϊκό τοπίο και αυτό αποτελεί το κέντρο των ενδιαφερόντων τους.
Η πρώτη μεταπολεμική γενιά είναι αυτή που θα ανατρέψει μερικούς από τους καθιερωμένους τύπους της παράδοσης και θα προχωρήσει σε νέες αναζητήσεις κατακτώντας καινούριες περιοχές. Με μια σειρά καλλιτεχνών αποδεικνύει την πολυφωνία της κερκυραϊκής ζωγραφικής κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα και την ενσωμάτωση νέων περιοχών τόσο στο θεματικό πεδίο όσο και στις στυλιστικές κατευθύνσεις. Κάποιοι απ’ αυτούς θα ανανεώσουν την τοπιογραφία, συχνά χωρίς να εγκαταλείπουν την τεχνική της υδατογραφίας, όπως μπορούμε να δούμε στο έργο των Γιώργου Κουλούρη (1945), Σπύρου Σουρτζίνου (1948) και Πέτρου Στραβοράβδη (1949). Κάποιοι άλλοι θα επιλέξουν μια ζωγραφική που ξεφεύγει από την ρεαλιστική αποτύπωση και προσανατολίζεται στην καταγραφή ψυχικών περισσότερο καταστάσεων όπως τη συναντάμε στα έργα των Σπύρου Αλαμάνου (1947), Στέφανου Μιχαλόπουλου (1949), Σπύρου Τρούσα και Πηνελόπης Βολτέρρα. Άλλοι πάλι διαμορφώνουν ένα πιο προσωπικό ιδίωμα όπως ο Σπύρος Πιέρρης (1943), ο Άγγελος Γερακάρης (1952) ο Γιάννης Μιχαήλ και ο Τάσος Αλαμάνος (1953), ενώ πιστοί στο ρεαλιστικό ιδίωμα θα μείνουν καλλιτέχνες όπως η Ρένα Κρουαζιέ(1945) και ο Ηλίας Γιαννύλας (1953).
Όπως είναι φυσικό μια πλήρης αναφορά στους καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνται στην Κέρκυρα είναι δύσκολο να γίνει. Και γίνεται ακόμη δυσκολότερο και προβληματικό όταν προσπαθήσει κανείς να κάνει μία, σύντομη έστω, αναφορά στους δημιουργούς που γεννιούνται μετά το 1960. Κι αυτό γιατί άλλοι βρίσκονται ακόμη στο ξεκίνημα της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας, άλλοι έχουν δώσει μικρό μόνο δείγμα των δυνατοτήτων τους και ο χρόνος δεν έχει αποκρυσταλλώσει ακόμη την προσωπική τους φωνή. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός των πολλών και ελπιδοφόρων δημιουργών που ζουν και δημιουργούν στον χώρο της Κέρκυρας, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή εδώ η παρουσίαση του έργου τους. Μια απλή παράθεση των ονομάτων όλων των νέων καλλιτεχνών επίσης θα ήταν άσκοπη αφού το φίλτρο του χρόνου δεν έχει δώσει ακόμη οριστικές απαντήσεις για την πορεία τους. Ωστόσο δεν μπορεί παρά να γίνει μνεία σε ορισμένες φωνές, όπως αυτές των Δημήτρη Μηλιώτη (1961), Νίκου Κόκκαλη (1966), Μαριλένας Κοσκινά, Γιώργου Πέννα, Έλενας Αγγελάκη, Κώστα Τόμπρου, Εύας Καρύδη, Δώρας Κεντάρχου (1970), Τάνιας Αγάθου και Emi Avora (Έμυ Στραβοράβδη), χωρίς αυτή η ενδεικτική αναφορά να σημαίνει ότι η κερκυραϊκή τέχνη δεν περιμένει πολλά απ’ όλους τους νέους δημιουργούς της.
Χαρακτική
Ο Νικόλαος Βεντούρας (1899-1990) δίνει ένα μέρος του έργου του πριν από το 1940 με κυρίαρχα στοιχεία, όπως αναφέρθηκε, την αγάπη για την τοπιογραφία και την έμφαση στις ρεαλιστικές αναζητήσεις. Μετά τον πόλεμο, χωρίς να απαρνιέται ποτέ τα αγαπημένα του θέματα, ο Βεντούρας διαμορφώνει ένα απολύτως προσωπικό μορφοπλαστικό ιδίωμα, στα πλαίσια του οποίου περνά γρήγορα σε προσάρτηση εξπρεσιονιστικών τύπων για να φθάσει τελικά σε αφηρημένες διατυπώσεις. Χρησιμοποιεί ένα εξπρεσιονιστικό ιδίωμα, που δεν διακρίνεται ωστόσο για την βιαιότητά του, αλλά για τον περισσότερο ποιητικό του χαρακτήρα. Συχνά αποδίδει τα θέματά του με λίγα μόνο γραμμικά στοιχεία, τα οποία μιλούν όμως περισσότερο από κάθε λεπτομερειακή περιγραφή. Με τον περιορισμό των ενδιάμεσων τόνων και την εξαφάνιση των ανεκδοτολογικών θεμάτων, τη συγκέντρωση στη λιτότητα της διατύπωσης και την αγάπη για το ουσιαστικό ο Βεντούρας φθάνει σε θαυμάσια αποτελέσματα με έργα ύμνους στο αγροτικό και το αστικό τοπίο. Σταδιακά ο χαράκτης θα περάσει και σε αφηρημένες διατυπώσεις, σε πολλές από τις οποίες σημαντικό ρόλο θα παίξει και το χρώμα. Μ’ αυτές τις προσπάθειες που κινούνται στο χώρο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού ο δημιουργός ολοκληρώνει τις αναζητήσεις του αφήνοντας πίσω του ένα πρωτοποριακό έργο πλούσιο σε έκφραση και ουσιαστικό σε περιεχόμενο.
Από τις σημαντικότερες φωνές στο πεδίο της χαρακτικής είναι η Άρια Κομιανού. Χαράκτρια από εσωτερική ανάγκη και συνειδητή επιλογή, χαράζει μια πορεία που πάνω απ’ όλα διακρίνεται για την δύναμη των εκφραστικών της μέσων και τη ποιότητα των διατυπώσεών της. Συνειδητή και απολύτως ενδεικτική για την καλλιτεχνική της δημιουργία είναι η ενασχόληση σχεδόν αποκλειστικά με την ξυλογραφία. Γιατί αυτή της δίνει τη δυνατότητα να ολοκληρώνει τη φωνή της μέσα από τις αντιθέσεις άσπρων και μαύρων ή με τις μεγάλες ενιαίες επιφάνειες ορισμένων, πολύ ενδεικτικών και ταυτόχρονα καθαρά συμβολικών, χρωμάτων. Χωρίς να αποσυνδέεται από την οπτική πραγματικότητα, χρησιμοποιεί παραστατικά στοιχεία, συχνά αποσπασματικά ή ελλειπτικά μέσα στις συνθέσεις της, νοηματοδοτώντας πολυσήμαντα τις μορφές που χαράζει. Κι ενώ κάποια θέματα επανέρχονται συχνά στο έργο της, το πουλί, το φύλλο, το βάζο, το μπουκάλι, η γυναικεία μορφή, ποτέ δεν καταφεύγει σε μια στείρα επανάληψη, αλλά τροφοδοτεί με αυτά έναν κόσμο γεμάτο νοήματα και συμβολισμούς, σκέψεις και συναισθήματα, εσωτερικότητα και αλήθεια. Σε αυτό συμβάλλει και ο καθαρά υπαινικτικός χώρος της, συχνά χωρίς βάθος, ελλειπτικός και σχηματοποιημένος. Εξαιρετική σχεδιάστρια δεν περιορίζεται από μια στείρα επίδειξη της ικανότητάς της αυτής, αλλά την χρησιμοποιεί για να δώσει την αμεσότητα και την ουσία των θεμάτων της, για να αποκαλύψει όσα κρύβονται στο εσωτερικό. Οι μνημειακές διαστάσεις που χρησιμοποιεί στην χαρακτική της, κοπιαστικές στη χάραξη και δύσκολες στην έκφραση, της δίνουν τη δυνατότητα να ολοκληρώσει τις προθέσεις της πάνω σ’ αυτές μεταφέροντας όλο τον πλούτο της φωνής της και την πηγαιότητα της έμπνευσής της.
Αποκλειστικά με την χαρακική ασχολούνται δύο ακόμη κερκυραίοι δημιουργοί, ο Σπύρος Πογιάγος (1925-2005) και ο Γιώργος Κεφαλληνός (1931). Ο πρώτος ενεργός ήδη από την δεκαετία του ’40 ασχολείται με την αναγλυφοτυπία για να περάσει σταδιακά στην βαθυτυπία όπου και δίνει μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές του προσπάθειες. Μία επαφή του έργου του με την χαρακτική του Βεντούρα είναι αναμφισβήτητη, με την οποία τον συνδέει και η κοινή θεματογραφία. Στις αναγλυφοτυπίες του είναι εμφανής η λυρική περισσότερο ατμόσφαιρα, ενώ στα έργα που δουλεύει με την τεχνική της βελονογραφίας επικρατεί η λεπτομερειακή περιγραφή. Στις βαθυτυπίες του μπορούμε να διαπιστώσουμε την υποχώρηση των ρεαλιστικών στοιχείων και την υποβολή του ποιητικού χαρακτήρα των συνθέσεών του, στην οποία συντελεί και η χρησιμοποίηση του χρώματος. Ο Κεφαλληνός, αυτοδίδακτος στην χαρακτική και με σαφή προτίμηση στη ξυλογραφία, ξεκινά την καλλιτεχνική του διαδρομή βασιζόμενος σ’ ένα ρεαλιστικό ιδίωμα το οποίο συχνά συνδυάζεται με λαϊκότροπα στοιχεία. Η προσθήκη του αντιρρεαλιστικού χρώματος σε μερικά από τα έργα του προσθέτει και άλλες εκφραστικές παραμέτρους. Στην τελευταία περίοδο της εργασίας του ο καλλιτέχνης περνά και σε καθαρά αφηρημένες διατυπώσεις, όπου κυριαρχεί ο περιορισμός των ανεκδοτολογικών θεμάτων και ο λυρισμός του χρώματος, η ισορροπία της σύνθεσης και ο εσωτερικός ρυθμός.
Πολλοί ακόμη κερκυραίοι καλλιτέχνες, κοντά στο ζωγραφικό τους έργο ασχολούνται και με τη χαρακτική, όπως συμβαίνει με τον Γιώργο Κουλούρη (1945), τον Σπύρο Αλαμάνο (1947) και τον Άγγελο Γερακάρη (1952). Ο Κουλούρης στα γυμνά του εκφράζεται με απλό, σχεδόν ασκητικό τρόπο αναδεικνύοντας την πλαστικότητα των μορφών που χαράζει. Στα τοπία του παρόλο που μένει πιστός στον ρεαλισμό, ωστόσο δεν μένει στην απλή περιγραφή αλλά ανιχνεύει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους. Ο Αλαμάνος ενδιαφέρεται κυρίως για το φυσικό και το αστικό τοπίο, καθώς και για την ανθρώπινη μορφή. Σε μερικά από τα έργα του κυρίαρχη είναι η επικράτηση συμβολικών αναφορών και η καταγραφή εσωτερικών ανησυχιών, ενώ σε κάποια άλλα η χρησιμοποίηση γεωμετρικών τύπων οδηγεί σε αφαιρετικές διατυπώσεις που διακρίνονται για τη συνθετική τους δύναμη και το εκφραστικό περιεχόμενο. Ο Γερακάρης πηγαίνει κι αυτός πέρα από τη ρεαλιστική περιγραφή για να τονίσει το εσωτερικό περιεχόμενο των μορφών του. Με τον περιορισμό των παραπληρωματικών θεμάτων, τον τονισμό ψυχικών καταστάσεων και τα ρέοντα περιγράμματα ενδιαφέρεται για του ουσιαστικό και όχι για την εξωτερική εντύπωση.
Πολλοί νεώτεροι κερκυραίοι καλλιτέχνες ασχολούνται με την χαρακτική ευρισκόμενοι ακόμη άλλοι στην ωριμότητά τους και άλλοι στα πρώτα βήματα της δημιουργικής πορείας τους. Ανάμεσά τους ο Δημήτρης Μηλιώτης (1961) και η Μαρία Σπύρου (1969) που οι προσπάθειες τους αποδεικνύουν ότι έχουν πολλά ακόμη να δώσουν στο μέλλον. Ο Μηλιώτης ενδιαφέρεται κυρίως για το ανθρώπινο σώμα και βασίζει την χαρακτική του σ’ έναν συνδυασμό χρωματικών αξιών και απόδοσης των όγκων του. Η Σπύρου με έναν συνδυασμό γραμμικών θεμάτων και χρωματικών διατυπώσεων μας μεταφέρει στο χώρο των αφαιρετικών διατυπώσεων, σε προσπάθειες που διακρίνονται για τον συμβολικό τους χαρακτήρα και την εξπρεσιονιστική τους γλώσσα.
Γλυπτική
Όπως είχε διαφανεί ήδη από τις αρχές του αιώνα η γλυπτική στην Κέρκυρα περνά μια περίοδο παρακμής, η οποία συνεχίζεται και μετά τον πόλεμο. Οι ελάχιστοι κερκυραίοι δημιουργοί που ασχολούνται με την γλυπτική σπάνια ανοίγουν εργαστήριο στην γενέτειρα τους. Δραστηριοποιούνται συνήθως στην Αθήνα αλλά διατηρούν την επαφή τους με την Κέρκυρα δημιουργώντας μερικά έργα που στήνονται σε δημόσιους χώρους.
Σημαντικότερος κερκυραίος δημιουργός στην περιοχή της γλυπτικής είναι δίχως άλλο ο Αχιλλέας Απέργης (1909-1986). Με έργο που τον κατατάσσει στην πρωτοπορία της εποχής του ο Απέργης από την δεκαετία του ’60 δίνει έργα που χαρακτηρίζονται από την χρησιμοποίηση νέων υλικών, τον αφαιρετικό τους χαρακτήρα και συχνά την κονστρουκτιβιστική διάθεση. Ωστόσο στην Κέρκυρα τα γλυπτά που στήνει κινούνται όλα πλην ενός στο πεδίο των παραδοσιακών τάσεων. Οι προτομές των Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου, Διονυσίου Σολωμού, Ιάκωβου Πολυλά και Σπύρου Σαμάρα ενσωματώνουν τα βασικά στοιχεία του ρεαλισμού και κατορθώνουν να αποτυπώσουν την εσωτερική πνοή και αλήθεια των εικονιζόμενων μορφών. Αντίθετα στην περιοχή των αφαιρετικών διατυπώσεων μας μεταφέρει το έργο του στην πλατεία του παλαιού λιμένα της Κέρκυρας όπου όγκοι, επίπεδα και επιφάνειες ολοκληρώνουν την πλαστική του γλώσσα.
Έργα προσανατολισμένα στις παραδοσιακές μορφές έκφρασης θα δώσει και ο Σπύρος Γογγάκης (1923), κυρίως προτομές και ταφικά μνημεία. Στην προτομή του Στέφανου Παδοβά (1982) είναι σαφής η εξάρτηση από το ρεαλιστικό λεξιλόγιο, ενώ τα ταφικά του μνημεία, όπως αυτά στους τάφους Γκρέμου (1975) και Κουλούρη (1973) στο Δημοτικό Νεκροταφείο της Κέρκυρας και Δημήτριου Γκούση (+1985) στο νεκροταφείο της Αγίας Κυριακής στη Λευκίμμη επικεντρώνονται στο να αποδώσουν τη φυσιογνωμική ομοιότητα με το νεκρό και συχνά να τονίσουν ιδεαλιστικά στοιχεία.
Δίπλα στους παραπάνω, οι οποίοι εργάζονται στην Αθήνα, στην Κέρκυρα δουλεύουν μερικοί ακόμη ντόπιοι γλύπτες δίνοντας κυρίως επιτύμβια μνημεία, όπως ο Ιωάννης Κωσταγιόλας στους τάφους Πλασκασοβίτη και Παπαντωνάτου και ο Παναγιώτης Σουρτζίνος στους τάφους Βαϊανού και Κουρή. Μερικά γλυπτά δίνουν και άλλοι δημιουργοί, οι οποίοι έχουν ως κύρια απασχόλησή τους τη ζωγραφική και ασχολούνται περιστασιακά μόνο με τη γλυπτική. Ο Φίλιππος Μάκοτσις δίνει μερικά γλυπτά μικρών διαστάσεων που χαρακτηρίζονται για τον ρεαλισμό τους. Η Ρένα Κρουαζιέ δίνει το Μνημείο της Ενώσεως στην Πάνω Πλατεία της Κέρκυρας, στο οποίο δημιουργεί σε ανάγλυφα τα εμβλήματα των επτά νησιών, ένα έργο το οποίο διακρίνεται για τη συνομιλία του με τον χώρο. Η Εύα Καρύδη τις προτομές του Ιωάννη Καποδίστρια στον αερολιμένα και του Γεωργίου Ράλλη στην πλατεία με κυρίαρχα τα ρεαλιστικά στοιχεία.
Δίπλα στους κερκυραίους δημιουργούς μερικά ακόμη γλυπτά στήνουν αυτήν την περίοδο και άλλοι καλλιτέχνες και σε δημόσιους χώρους και στα κοιμητήρια. ο Νικόλας Παυλόπουλος την προτομή του πατριάρχη Αθηναγόρα (1978), η Ιωάννα Σπητέρη τον τάφο Κασφίκη (1949), ο Γιάννης Γεωργίου την προτομή το μνημείο πεσόντων στις Μπενίτσες (1980), την προτομή του Ιωάννη Αρβανιτάκη στους Βαρυπατάδες (1988) και το μνημείο στον τάφο Ανδριώτη στον Άγιο Ματθαίο, ο Θεόδωρος Βασιλόπουλος (1989) την προτομή του Ανδρέα Ανδρεάδη, ο Γιώργος Μέγκουλας το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης (1993) ενώ την ίδια χρονιά στήνεται και ο ανδριάντας του Κώστα Γεωργάκη.